φουσκονεριά

φουσκονεριά
η, Ν
η πλημμυρίδα κατά την παλίρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο + νερό + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουσκονεριά — η η πλημμυρίδα της παλίρροιας, η ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης, η μπασιά (αντίθ. φυρονεριά, άμπωτη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρέα — η (Μ μαρία) δημώδης λέξη για την παλίρροια και κυρίως για την πλημμυρίδα, την ανύψωση τής στάθμης τών υδάτων, αλλ. φουσκονεριά, μπασιά μσν. θαλάσσιο ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. ιταλ. maria] …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρίδα — η ανύψωση των νερών, φουσκονεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”